Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

                             30 Οκτωβρίου 1944 ,η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης 


 Η 30ή Οκτωβρίου 1944 είναι η μέρα που έφυγε και ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης από την πόλη. Ποτάμια λαού πανηγύριζαν και αρματωμένοι ελασίτες παρέλαυναν ως απελευθερωτές στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Μια νέα ελπιδοφόρα προοπτική ξανοίγονταν για την πόλη και τους ανθρώπους της. Κι όμως ,η επέτειος αυτή, ενταγμένη στους εμφύλιους ανταγωνισμούς και το ρεβανσιστικό πνεύμα των νικητών, εξακολουθεί να αποσιωπάται ή να αναφέρεται υποτονικά, σαν να μην έγινε ποτέ απελευθέρωση, σαν να θυμίζει «οικεία κακά» και πρέπει να σβηστεί από το βιβλίο της ιστορίας της πόλης.
Στην Ελλάδα, βεβαίως, συνηθίζουμε να «γιορτάζουμε» ως εθνική εορτή την έναρξη των πολέμων και όχι τη λήξη τους, όπως γίνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη. Και το έχουμε συνηθίσει, ίσως γιατί η αρχή μας βρήκε ενωμένους απέναντι στον κοινό εχθρό ,ενώ το τέλος διχασμένους και σακατεμένους από ένα αδελφοφάγο πόλεμο,τον εμφύλιο. Γι’ αυτό και σχεδόν όλοι θυμούνται πότε άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, αλλά ελάχιστοι πότε τελείωσε η γερμανική κατοχή, πότε απελευθε­ρώθηκε η Θεσσαλονίκη.
Συμφωνία Βρετανών και Γερμανών
Από μήνες οι Γερμανοί υποχωρούσαν σ' όλα τα μέτωπα: στη Δύση από τη Νορμανδία μέχρι την Ιταλία, στην Ανατολή από την Πολωνία μέχρι τη Βουλγαρία. Η προέλαση του σοβιετικού Κόκκινου Στρατού στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια και οι παρτιζά­νοι του Τίτο πίεζαν το γερμανικό στρατό σε γρή­γορη αποχώρηση, πριν αποκοπούν στην Ελλάδα.

Από την άλλη, αυτό που ενδιέφερε τους Άγγλους ήταν τώρα πια ο μεταπολεμικός πολιτικός χάρτης και η εξουδετέρωση της ένοπλης αριστεράς.
Σύμφωνα με τον Άλμπερτ Σπέερ, υπουργό πολεμικής βιομηχανίας του Χίτλερ, υπήρξε στη Λισσαβόνα μια μυστική συμφωνία μεταξύ Γερμανών και Άγγλων, μία «gentlemen’s agreement» σε υψηλό επίπεδο, όπως του ανέφερε ο αρχηγός του γερμανικού επιτελείου, στρατηγός Γιόντλ: «Η συμφωνία αυτή, πρωτοφανής μέχρι τότε, και όπως γνωρίζω μοναδική σ’ όλο το Β’ παγκόσμιο πόλεμο, αφορούσε, όπως μου είπε ο Γιόντλ τουλάχιστον, την εκκένωση απ’ τα γερμανικά στρατεύματα της Ελλάδος, χωρίς Βρετανική ενόχληση. (…) Και πράγματι οι Άγγλοι την ετήρησαν. (…) Ο Φον Όβεν που ήταν διευθυντής τύπου του υπουργείου προπαγάνδας, αναφέρει σε βιβλίο του που έγραψε μετά τον πόλεμο, ότι ο Γκαίμπελς είχε μετάσχει ο ίδιος στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της συμφωνίας αυτής. (…) Το τίμημα της συμφωνίας, κατά τη δική μου γνώμη, ήταν να παραχωρηθεί η Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς στους Άγγλους, να μπορέσουν να την καταλάβουν αμαχητί και μ’ αυτό τον τρόπο η Ελλάδα να περιέλθει στο δυτικό στρατόπεδο. Και βέβαια ο Χίτλερ θα διατηρούσε ανέπαφες τις δυνάμεις του που κατείχαν τον Ελληνικό χώρο».
Οι Άγγλοι προετοιμάζουν το σχέδιο «Manna» (9.9.44) για την ισχυροποίηση της νέας κυβέρνησης απέναντι στο ΕΑΜ με την εγκατάσταση βρετανικών στρατευμάτων και έλεγχο τουλάχιστον Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Και έρχονται σε συνεννόηση με το γερμανικό επιτελείο στην Ελλάδα, ώστε να υπάρξει αρμονική «αλλαγή φρουράς». Αντάλλαγμα, η ομαλή αποχώρηση των Γερμανών, στην ίδια κατεύθυνση με τη συμφωνία της Λισσαβόνας.
Τον Οκτώβρη του 1944 ο Τσόρτσιλ και ο Στάλιν συμφωνούν ποιες θα είναι οι σφαίρες επιρροής μετά τον πόλεμο στη νοτιοανατολική Ευρώπη: Η Ελλάδα θα ανήκει στους Βρετανούς και στους Αμερικανούς και η υπόλοιπη περιοχή θα αφεθεί στη Σοβιετική Ένωση. Οι Έλληνες κομμουνιστές όμως θα αρνηθούν να πιστέψουν πως είχε γίνει μοιρασιά και θα ηττηθούν μόνο μετά από μακρόχρονο εμφύλιο πόλεμο και μετά από μαζική βρετανική και αμερικανική στρατιωτική και οι­κονομική υποστήριξη προς τις αντικομουνιστικές δυνάμεις.


Οι τελευταίοι Γερμανοί αποχωρούν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 1944, αφού αποτίσουν φόρο τιμής στον Άγνωστο στρατιώτη, και στις 17.10 φτάνει η εξόριστη κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Το σχέδιο «Manna» εφαρμόζεται στην Αθήνα. Τμήματα του ΕΛΑΣ μπαί­νουν στην πόλη καθώς και τμήματα του βρετανικού στρατού και όλοι γίνονται δεκτοί με εν­θουσιασμό από τους Αθηναίους. Τα Τάγματα Ασφα­λείας αφοπλίζονται, αλλά περιορίζονται σε ορισμένους χώρους έτοιμα να χρησιμοποιηθούν εναντίον του ΕΛΑΣ, όπως και θα γίνει στα Δεκεμβριανά.
  Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στις 30 Οκτωβρίου του 1944, από τους Γερμανούς κατακτητές έγινε αποκλειστικά από τις αγωνιζόμενες κατά της ξένης κατοχής δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης. Η Θεσσαλονίκη αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση, γιατί, παρά τη συμφωνία της Καζέρτας να παραδοθεί στον Βρετανό αρχιστράτηγο Σκόμπι, όπως στην Αθήνα, η απελευθέρωση εδώ έγινε από τον λαϊκό απελευθερωτικό στρατό.
Έτσι παρά την εντολή του Σκόμπι, αλλά και του διοικητή του ΕΛΑΣ Στέφανου Σαράφη, να παραμείνουν οι ανταρτικές δυνάμεις στις παρυφές της πόλης και να περιμένουν την απόβαση των Βρετανών, οι ηγέτες της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ, ο στρατιωτικός διοικητής υποστράτηγος Ευριπίδης Μπακιρτζής και ο καπετάνιος Μάρκος Βαφειάδης, δεν τήρησαν τη συμφωνία. Το πρωί της 30ης Οκτωβρίου επέτρεψαν την είσοδο στην πόλη στρατιωτικών τμημάτων του ΕΛΑΣ, που ήδη είχαν καταλάβει περιφερειακές συνοικίες της πόλης από τα μέσα Οκτωβρίου, ενώ η διοίκηση των ανταρτικών δυνάμεων είχε εγκατασταθεί στη βίλα Μοσκώφ στην πλατεία Τερψιθέας της πάνω πόλης.
Από την παρέλαση  της απελευθέρωσης  στις 30 Οκτωβρίου 1944 στη Θεσσαλονίκη.
Ανήμερα της 30ής Οκτωβρίου ο Μάρκος Βαφειάδης έστειλε το περίφημο τηλεγράφημα προς το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, στο οποίο σε αδρές γραμμές έδωσε το κλίμα και τα ανοιχτά θέματα εκείνων των ημερών:
«…Τμήματά μας εισήλθον Θεσσαλονίκη σήμερον 3ην μετά μεσημβρίαν. Λαός Θεσσαλονίκης έξαλλος από ενθουσιασμόν διατρέχει οδούς πόλεως εναγκαλιζόμενος αντάρτες. Εργοστάσια ηλεκτροφωτισμού και μύλος Αλλατίνι κατόπιν επεμβάσεως ΕΛΑΣ διασώθηκαν. Εστία εθνοπροδοτών ΧΑΝ παρέδωσε βαρύν οπλισμόν. Θα αναγκαστεί εις παράδοσιν. Τμήματά μας προσανατολίζονται προς δυτικόν τμήμα πόλεως για χτυπήματα. Γνώμη μας Μπακιρτζής με επιτελείο ομάδας φθάσει εις Θεσσαλονίκην…».
Η αποχώρηση και των τελευταίων Γερμανών στρατιωτικών ολοκληρώθηκε το απόγευμα χωρίς να κινδυνεύσει η πόλη, πέρα από την ανατίναξη μιας προβλήτας του λιμανιού. Με την επέμβαση μελών του ΕΛΑΣ δεν ανατινάχτηκαν οι μύλοι Αλλατίνι και το εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού που είχαν σχεδιάσει να υπονομεύσουν με δυναμίτη οι αποχωρούντες Γερμανοί. Επίσης η χωροφυλακή, που είχε συνεργαστεί με τις δυνάμεις κατοχής, αφοπλίστηκε και κλείστηκε στο μέγαρο της ΧΑΝΘ. Η εξουσία περιήλθε για δεκαπέντε μέρες περίπου στην εαμική κυριαρχία, ώσπου να εγκατασταθούν οι εκπρόσωποι της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας στην πόλη.
Παρέλαση θριάμβου
Από το μεσημέρι, μόλις εξαφανίστηκε ο κίνδυνος από τους υποχωρούντες Γερμανούς, ο κόσμος ξεχύθηκε στην πόλη και υποδέχονταν με ενθουσιασμό τους αντάρτες της 11ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Σε όλα τα σπίτια υψώθηκαν μεμιάς πολλές σημαίες, ελληνικές, συμμαχικές και κόκκινες. Από τις επιτροπές ετοιμάστηκαν τιμητικές αψίδες και στεφάνια για τους ελευθερωτές. Τα τμήματα του ΕΛΑΣ εισέρχονταν στην παραλιακή λεωφόρο Νίκης και παρήλαυναν μαζί με πολιτικά τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ και των αντιστασιακών οργανώσεων του ΕΑΜ επί 2,5 ώρες μέσα σε ένα παραλήρημα αυθόρμητου ενθουσιασμού. Επίκεντρο των πανηγυρισμών ήταν η πλατεία της Αγίας Σοφίας.
Καπετάνιοι του ΕΛΑΣ στην παρέλαση της Θεσσαλονίκης.
Την ξεχωριστή αυτή εθνική έξαρση περιγράφει ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου που έζησε ως παιδί τη μεγάλη μέρα:
« Από την οδό της Αγίας Σοφίας κατέβαιναν, σαρώνοντας τις γειτονιές, τα παιδιά του Κουλέ Καφέ, του Αγίου Παύλου, της Ακρόπολης, της Κασσάνδρου. Το Τσινάρι, Εσκί-Ντελίκ, Προφήτης Ηλίας, Διοικητήριο κατέβαιναν τη Βενιζέλου. Από το Βαρδάρι πάλι ερχόταν, ξιπόλυτη, ρακένδυτη, πειναλέα, σπαρταρώντας από ενθουσιασμό, η Ραμόνα, η Επτάλοφος, ο παλιός Σταθμός, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη, ενώ αντίθετα, από ανατολικά κατέφταναν μέσα σε σκόνη και αλαλαγμό, με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά, η Τούμπα, η Αγία Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, η Τριανδρία, ακόμα και η τόσο μακρινή Καλαμαριά. Πλημμύρισαν δρόμοι και πλατείες. Πανζουρλισμός. Φιλιόμασταν, αγκαλιαζόμασταν, χαϊδευόμασταν, δεν ξέραμε τι λέμε από την ταραχή μας. Λέγαμε «Χριστός Ανέστη», λέγαμε «Ελευθερία», «Ποτέ ξανά». Σάμπως να ’ταν στο χέρι μας, αλλά έτσι νομίζεις σε τέτοιες στιγμές…».
Ο στρατιωτικός διοικητής της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ  Ευριπίδης Μπακιρτζής και ο μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ (δεξιά) τη μέρα της απελευθέρωσης στη Θεσσαλονίκη.

Ο επίσημος εορτασμός της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε δυο μέρες αργότερα, την 1η Νοεμβρίου, σε κλίμα ενότητας και παλλαϊκού ενθουσιασμού στην πλατεία της Αγίας Σοφίας. Σε μια πρωτόφαντη κοσμοπλημμύρα, τιμήθηκε η μνήμη των θυμάτων της κατοχής και των ηρώων του αντιναζιστικού αγώνα, παρουσία του αντάρτη μητροπολίτη Κοζάνης Ιωακείμ, ηγετών της αντίστασης και της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, Βρετανών αξιωματικών και αντιπροσωπειών από τα χωριά όπου οι ναζί είχαν προκαλέσει τα φοβερά ολοκαυτώματα. Στο παλλαϊκό μνημόσυνο δεν παρέστη ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, αν και είχε χοροστατήσει προηγουμένως στη δοξολογία μέσα στον εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Η χορωδία του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έψαλλε το «Επέσατε θύματα εσείς…», ενώ η εθνική μυσταγωγία έκλεισε με τον εθνικό ύμνο που ήταν μια παλλαϊκή κραυγή για ελευθερία και τιμωρία των συνεργατών των ναζί.
Ο επίσημος γιορτασμός της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τους ναζί  έγινε την 1η Νοεμβρίου στην πλατεία Αγίας Σοφίας. 

Επίκεντρο της τελετής ήταν ένα λευκό ξύλινο πυραμοειδές κενοτόφιο, φιλοτεχνημένο από άγνωστο καλλιτέχνη. Στις τέσσερις πλευρές υπήρχαν χάλκινες ανάγλυφες παραστάσεις με συμβολικές εικόνες του αγώνα, όπως μια γυναικεία μορφή, η Ελευθερία, που ορμά ακάθεκτη με υψωμένο στο χέρι της το ξίφος. Το ιστορικό μνημείο κατέστρεψαν ταγματασφαλίτες μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, το Φεβρουάριο του 1945.
ΕΑΜική εξουσία
Από την πρώτη στιγμή το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ είναι η μοναδική λαϊκή εξουσία που αρχίζει το έργο της ανόρθωσης και της ανασυγκρότησης της Θεσσαλονίκης. Επικεφαλής της νέας εξουσίας είναι η εκλεγμένη από λαϊκές αντιπροσωπείες Προσωρινή Δημοτική Επιτροπή με πρώτο δήμαρχο τον καθηγητή και πρώην πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δημήτριο Καβάδα. Ακολούθησε μετά από μικρό χρονικό διάστημα ο γιατρός Λεωνίδας Καραμαούνας.  Οι  δυο δήμαρχοι που χειρίστηκαν τις τύχες του Δήμου ως το καλοκαίρι του 1946,ήταν ο διευθυντής της Νομαρχίας Παναγιώτης Σταθακόπουλος και ο δικηγόρος Πέτρος Λεβής.
Την τάξη στην πόλη αναλαμβάνει η Εθνική Πολιτοφυλακή, ενώ επιτροπές μπαίνουν επικεφαλής ζωτικών τομέων της αποδιοργανωμένης πόλης, λόγω της κατοχικής λαίλαπας (στην ύδρευση, τον επισιτισμό, τη συγκοινωνία κλπ.). Ξανακυκλοφορούν οι εφημερίδες και ανοίγουν κομματικά γραφεία. Μια υποχρεωτική φορολογία σε εμπόρους και επιχειρηματίες για να αντιμετωπιστεί ο επισιτισμός της πόλης, που είχε διακοπεί από τους Βρετανούς, προκάλεσε αντιδράσεις στα λαϊκά στρώματα, κατάσταση που επιδεινώθηκε και από άστοχες ενέργειες των ηγετών της λαϊκής εξουσίας. Πάντως, πέρα από κάποιες προσωπικές αντεκδικήσεις και πλιάτσικο καταστημάτων, τα προϊόντα των οποίων μοιράστηκαν σε απόρους, επιβλήθηκε υποδειγματική τάξη και αποσοβήθηκαν πράξεις αντεκδίκησης.
Μια αγγλοϊνδική ταξιαρχία που είχε φθάσει στη Θεσσαλονίκη, κατ’ εντολή του Σκόμπι, για να εισέλθει στην πόλη μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αναγκάστηκε να στρατοπεδεύσει στο Καραμπουρνάκι. Δεν συμμετείχε στη διακυβέρνηση ούτε αναμίχτηκε σε επεισόδια, όπως στα περίφημα Δεκεμβριανά στην Αθήνα.
Ο γιορτασμός της επετείου
Την επόμενη χρονιά, το 1945, επιχειρήθηκε να γιορταστεί η πρώτη επέτειος της απελευθέρωσης της πόλης με την προκλητική παρουσία «εθνικοφρόνων» που επιτέθηκαν σε τμήμα διαδηλωτών με πυροβολισμούς, αφήνοντας στο πεδίο της σύγκρουσης ένα νεκρό και 12 τραυματίες. Μέσα σε ένα κλίμα πόλωσης και έντονου αντικομουνισμού διακόπηκε για πολλά χρόνια ο επίσημος εορτασμός της επετείου. Αυτή η αντίδραση και η διακοπή του εορτασμού εξηγείται από τις συνθήκες που επικρατούσαν, καθώς η επέτειος της απελευθέρωσης εντάχθηκε στους εμφύλιους ανταγωνισμούς της εποχής. Δεν υπήρχε και ενδιαφέρον από τους αποκαλούμενους «φιλήσυχους» πολίτες, από το φόβο όξυνσης των πολιτικών παθών.

Σήμερα, μετά από εφτά δεκαετίες, είναι καιρός  να αποκατασταθεί στην πράξη η ιστορική αλήθεια. Να αρθεί η σκόπιμη λήθη και να γίνει αφορμή η επέτειος για διάφορες δράσεις τιμής και μνήμης. Μια πρώτη συμβολική χειρονομία,  είναι  η ονοματοθεσία δρόμων με τους ηγέτες της απελευθέρωσης Ευριπίδη Μπακιρτζή και Μάρκο Βαφειάδη, και του μητροπολίτη Κοζάνης Ιωακείμ. Αυτονόητη έκφραση τιμής και ευγνωμοσύνης .
Έμπρακτη τιμή
Η επίσημη καθιέρωση της επετείου της απελευθέρωσης του 1944 θα είναι μια έμπρακτη τιμή για τους χιλιάδες εκτελεσμένους από τον στρατό κατοχής και τους συνεργάτες τους, τους νεκρούς από τη βία, την ασιτία και την πείνα, εξαιτίας του κατοχικού καθεστώτος και των ντόπιων συνεργατών του. Την περίοδο 1941-44 στο πολεοδομικό συγκρότημα Θεσσαλονίκης περίπου 5.000 άτομα έχασαν τη ζωή τους από τις έμμεσες συνέπειες (3.090 συμπατριώτες μας πέθαναν από την πείνα, από τους οποίους 1785 στον αποτρόπαιο λιμό του 1942). Σύμφωνα, εξάλλου, με στοιχεία του Ληξιαρχείου Θεσσαλονίκης, οι εκτελέσεις Ελλήνων πολιτών από τα γερμανικά στρατεύματα και τους συνεργάτες τους έφτασαν τα 850 άτομα από ένα σύνολο 1570 ατόμων που πέθαναν, σύμφωνα με την αιτιολογία του θανάτου, από πυροβόλο όπλο μέσα στην πόλη. Συγκεκριμένα, σε εκτελέσεις για αντίποινα ή καταδίκες για διάφορες αντιστασιακές ενέργειες έχασαν τη ζωή τους 467 άτομα στη Θεσσαλονίκη. Εχει ενδιαφέρον να τονιστεί, αποτίοντας φόρο τιμής στην αγωνιζόμενη αντιστασιακή νεολαία, ότι το 45% των εκτελεσθέντων, οι μισοί σχεδόν, ήταν μεταξύ 21 και 30 ετών και το 31% μεταξύ 30 και 40 ετών. Ενα ποσοστό 8% των εκτελεσθέντων ήταν έφηβοι, αμούστακα παιδιά, κάτω των 20 χρόνων. Βέβαια, θύματα βίαιων θανάτων καταγράφονται και στις δύο παρατάξεις του κατοχικού εμφύλιου διχασμού, των «κομμουνιστών» και των «εθνικοφρόνων». Η ιστορική έρευνα ξεσκονίζει τα συγκεχυμένα στοιχεία και καταλογίζει τις ευθύνες και τον αριθμό τους.
Στον μακάβριο κατάλογο των θυμάτων της πόλης κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής συγκαταλέγονται και οι 43.000 περίπου Εβραίοι δημότες της Θεσσαλονίκης που πέθαναν στα κρεματόρια των ναζί, μια φοβερή γενοκτονία και μια θλιβερή απώλεια συνδημοτών μας που δεν αποτιμήθηκε ανάλογα και έμπρακτα από τους συμπολίτες τους και τις δημόσιες αρχές.
Για όλους αυτούς τους λόγους η 30η Οκτωβρίου από μέρα διχασμού θα πρέπει να γίνει ημέρα εθνικής ενότητας που θα τιμά τα θύματα της γερμανικής κατοχής στη Θεσσαλονίκη. Να ενταχθεί, εν τέλει, στον τριήμερο επίσημο εορτασμό, μαζί με την 26η και 28η, καί η 30η Οκτωβρίου, ως ημέρα απελευθέρωσης της πόλης από τους ναζί.
Από ανεπιθύμητη και αδιάφορη για δεκαετίες η επέτειος να γίνει ημέρα μνήμης για τους χαμένους, τους εκτελεσμένους, τους κατατρεγμένους συμπατριώτες μας, αλλά και μέρα τιμής για τους ήρωες, τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, τους ελευθερωτές και τον αγωνιζόμενο λαό, που κράτησαν ζωντανό το όραμα της ελευθερίας, της εθνικής αξιοπρέπειας και της ανεξάρτητης πατρίδας…. 

Η πόλη οφείλει να θυμάται ..Και στην καλλιέργεια της ιστορικής μνήμης πρέπει να συμβάλουμε όλοι,ώστε να ελπίζουμε  ότι μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα ειρηνικό μέλλον.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο του φωτογράφου της Εθνικής Αντίστασης Σπύρου Μελετζή «Με τους αντάρτες στα βουνά» και τα  Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας.
Τα κείμενα είναι αποσπάσματα ομιλιών και άρθρων του δημοσιογράφου Χρ.Ζαφείρη και του Ευρωβουλευτή Μιχ.Τρεμόπουλου.


Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

O περίλαμπρος μητροπολιτικός ναός της Οσίας Παρασκευής στο Ιάσιο της Ρουμανίας και το ταπεινό εκκλησάκι στο ιστορικό κέντρο της Σόφιας.


  


   Στην Ελλάδα εκκλησίες που τιμούν την Οσία Παρασκευή βρίσκονται σε περιοχές που έχουν σχέση  με τον βίο της και αυτές είναι οι εξής:1)Στους Ν. Επιβάτες Θεσσαλονίκης φυσικά ,όπου είναι και πολιούχος ,εξαιτίας της καταγωγής της, αφού γεννήθηκε στους Επιβάτες Ανατολικής   Θράκης 2)Στην Ν. Καλλικράτεια Χαλκιδικής ,μια και η αγία κοιμήθηκε στην Καλλικράτεια Ανατολικής Θράκης και εκεί βρέθηκε το σκήνωμα της και 3)στην Πτολεμαΐδα ,αφού πολλοί κάτοικοί της είναι        απόγονοι προσφύγων Ανατολικής Θράκης.

        Το ιερό λείψανο όμως της Οσίας φυλάσσεται με μεγάλη ευλάβεια στον μητροπολιτικό ναό του Ιασίου στη Ρουμανία. Ο  καθεδρικός ναός του Ιασίου αποτελεί ιστορικό μνημείο και είναι κτίσμα του 19ου αι.  Βρίσκεται πάνω σε θεμέλια παλαιότερων ναών του 15ου και του 17ου αι. Η πρωτοβουλία της ανοικοδόμησης  του σημερινού ναού ανήκει στον ηγεμόνα Ιωαννη Σάντου Στούρζα (8 Αυγούστου 1826), ο οποίος εξέδωσε σχετικό διάταγμα .Ο θεμέλιος λίθος και η όλη κατασκευή οφείλεται στις άοκνες προσπάθειες του μητροπολίτη Βενιαμίν Κωστάκη.Οι εργασίες άρχισαν το 1833 και υιοθετήθηκε ο νεοκλασσικός ρυθμός. Στην πορεία εμφανίστηκαν σοβαρά προβλήματα στατικότητας του ναού ,εξαιτίας του υπερβολικού βάρους του κεντρικού τρούλου και η ανοικοδόμηση διακόπηκε για 40 περίπου χρόνια. 
   Οι εργασίες συνεχίστηκαν από τις τοπικές αρχές του ανεξάρτητου πλέον κράτους ,επί των ημερών του μητροπολίτη Ιωσήφ Νανιέσκου (1875-1902).Τα σχέδια επαναπροσαρμόζονται από τον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Οράσκου ,ο οποίος πρόσθεσε δύο σειρές κιόνων στο ναό, κατήργησε τον τρούλο και τη θέση του πήραν 4 ασπίδες που χωρίζονται με τόξα. Ο ναός αγιογραφήθηκε από τον ονομαστό αγιογράφο Ταταρέσκου.
                                                            

   Η τελετή των εγκαινίων έγινε στις 23 Απριλίου του 1887 και αποτέλεσε μέγα γεγονός για όλο το έθνος. Η βασιλική οικογένεια του Καρόλου του Α στόλισε το ναό με υαλογραφίες που καλλιτεχνήθηκαν    στο Μόναχο ,όπως επίσης με κηροπήγια , πολυκάνδηλα ,άμφια και άλλα πολύτιμα κειμήλια. Το πορταίτο του βασιλιά και οι βασιλικοί θρόνοι απεικονίζονται στο ναό, Το τέμπλο είναι φτιαγμένο στο Κίεβο. Η ασημένια λειψανοθήκη όπου φυλάσσονται τα λείψανα  είναι καλλιτεχνικό έργο των αρχών του 20αι.
  Ο καθεδρικός ναός του Ιασίου πανηγυρίζει τρεις φορές το χρόνο :στις 14 Οκτωβρίου, της Οσίας Παρασκευής της Επιβατινής που είναι και μέρα εθνικής αργίας για τη χώρα μια και θεωρείται η εθνική τους αγία, στις 23 Απριλίου του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, εξαιτίας του λειψάνου που βρίσκεται στο ναό ( μεταφέρθηκε από τη Λειβαδιά το 2000) και στις 2 Φεβρουαρίου, της Υπαπαντής του Κυρίου. Στις 12-16 Οκτωβρίου 2001 ο ναός δέχτηκε για προσκύνημα την Αγία Ζώνη της  Υπ. Θεοτόκου από το Βόλο με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 600 χρόνων από την επίσημη αναγνώριση της Μητρόπολης της Μολδαβίας (1401-2001).



    Ο ναός έχει τους περισσότερους προσκυνητές στη Ρουμανία ,αφού φιλοξενεί το λείψανο της Οσίας Παρασκευής από το 1889.Το σκήνωμα της Οσίας αποτέλεσε προσκυνηματικό επίκεντρο σε όλο τον χώρο των βαλκανίων . Μετά από πολλές περιπέτειες κατέληξε στο Ιάσιο  το 1641, ύστερα από δωρεά του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον ρουμανικό λαό για την πολύτιμη βοήθεια που πρόσφερε προς το θρόνο του Φαναρίου.  Θεωρείται χώρος ορθόδοξης πνευματικότητας και σύμβολο προσκυνήματος από όλους τους ορθόδοξους λαούς των βαλκανίων.   

    Το 1888 τα λείψανα της Οσίας σώθηκαν με θαυμαστό τρόποΑρχικά  το άγιο λείψανο τοποθετήθηκε στον μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό των Τριών Ιεραρχών του Ιασίου .Κατά τη διάρκεια του χειμώνα όμως , διατηρούνταν στο Γοτθικού ρυθμού μέγαρο του ηγεμόνα Βασιλείου Λούπου μέσα σ' ένα παρεκκλήσι.  Τη νύχτα της 26ης προς 27η Δεκεμβρίου 1888 ξεχάστηκε μία λαμπάδα αναμμένη στο ξύλινο κηροπήγιο που ήταν κοντά στην Λειψανοθήκη, πήρε φωτιά το παρεκκλήσι και κάηκαν όλα εκτός από το άγιο Λείψανο της Οσίας. Το πρωί ο κόσμος που συγκεντρώθηκε έκλαιγε απαρηγόρητα , όταν όμως είδε το  θαύμα  μετέφερε το θείο σκήνωμα στον καινούργιο  καθεδρικό ναό που τιμάται πλέον στη μνήμη της. 
     Μέχρι σήμερα η Ιερή Πανήγυρη  της Οσίας Παρασκευής αποτελεί το πιο γνωστό θρησκευτικό γεγονός στη ΡουμανίαΠρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα του Ορθόδοξου κόσμου ,αν λάβουμε υπόψιν τον αριθμό των πιστών που επισκέπτονται το Ιάσιο ,μέσα Οκτωβρίου, από όλη την χώρα και από το εξωτερικό ,σχηματίζοντας  ουρές χιλιομέτρων για να αποδώσουν ευλάβεια και πίστη στην Οσία.
        Ας σημειωθεί ότι η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε από το Ιάσιο της Μολδαβίας.  Στο προαύλιο του Ναού των Τριών Ιεραρχών, όπου φυλασσόταν το λείψανο της Οσίας Παρασκευής, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ύψωσε το λάβαρο της Επαναστάσεως την 22α Φεβρουαρίου 1821 και κήρυξε την επανάσταση του Ελληνικού Έθνους εις τον υπέρ ελευθερίας αγώνα. Σχημάτισαν τον Ιερό Λόχο, που αργότερα έπεσαν στο Δραγατσάνι ηρωικώς μαχόμενοι υπέρ πίστεως και Πατρίδος και πότισαν με το αίμα τους το δένδρο της Ελευθερίας. Προσευχήθηκαν στο Ναό, ασπάσθηκαν το Λείψανο της Οσίας  και ορκίσθηκαν να πολεμήσουν για του Χριστού την πίστη την αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία. Απ' εδώ ξεκίνησε η απελευθέρωση της Πατρίδος μας. Οι πρεσβείες της Οσίας Παρασκευής βοήθησαν στην απελευθέρωση, αναπτέρωσαν το ηθικό των παλικαριών μας. Πόσες ευχαριστίες πρέπει να στείλουμε στην Οσία και να την παρακαλούμε για την ειρήνη και ευημερία του λαού μας!







      Ναούς αφιερωμένους στη χάρη της συναντάμε σε όλα τα ορθόδοξα βαλκανικά κράτη.  Στο βιβλίο όμως των θαυμάτων της Οσίας Παρασκευής αναφέρεται η περίπτωση μιας μικρής εκκλησίας που βρίσκεται στο  ιστορικό κέντρο της Σόφιας , γιατί  ''άντεξε'' από την προσπάθεια κατεδάφισης της που είχε αποφασιστεί από τις τοπικές αρχές , προκειμένου στη θέση της να γίνει μεγάλο εμπορικό κέντρο. Αναφέρεται συγκεκριμένα  πως κάθε φορά που επιχειρούσαν να το γκρεμίσουν ,χαλούσαν τα μηχανήματα ή αρρώσταινε ο χειριστής. .Όταν την τελευταία φορά, αγανακτισμένος ο εργολάβος  ανέλαβε ο ίδιος το εγχείρημα ,έμεινε στον τόπο. Έτσι το εκκλησάκι γλίτωσε από τη λαίλαπα της ισοπέδωσης των πολυεθνικών συμφερόντων και στέκει σήμερα  στο κέντρο της πρωτεύουσας της Βουλγαρία  για να μας θυμίζει το σεβασμό προς την αγία των Βαλκανίων.






   Πηγές
1)Ενημερωτικό έντυπο της Ιεράς Μητρόπολης Μολδαβίας και Μπουκοβίνας
2)" Βίος και Θαύματα Οσίας Παρασκευής της Επιβατηνής'' Οδοιπορικό της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας.
3)''Οσία Παρασκευή η Νέα'' εκδόσεις Ι.Ν. Οσίας Παρασκευής Ν. Καλλικράτειας Ν. Χαλκιδικής.