ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 10 Φεβρουαρίου 1776. Ήταν το έκτο από τα εννιά παιδιά του Αντωνίου Καποδίστρια και της Αδαμαντίας Καποδίστρια το γένος Γονέμη. Ο πρωτόκοκος γιός ήταν ο Βιάρος, κατόπιν ο Βίκτωρ, μετά ο Ιωάννης, ο Αυγουστίνος και ο Γεώργιος. Από τις τέσσερις αδελφές, η Ευφροσύνη και η Ευφημία έγιναν μοναχές, η Στέλλα παντρεύτηκε τον Σπυρίδωνα Πολυλά και η Μαρία τον Νικόλαο Ροδόσταμο.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 10 Φεβρουαρίου 1776. Ήταν το έκτο από τα εννιά παιδιά του Αντωνίου Καποδίστρια και της Αδαμαντίας Καποδίστρια το γένος Γονέμη. Ο πρωτόκοκος γιός ήταν ο Βιάρος, κατόπιν ο Βίκτωρ, μετά ο Ιωάννης, ο Αυγουστίνος και ο Γεώργιος. Από τις τέσσερις αδελφές, η Ευφροσύνη και η Ευφημία έγιναν μοναχές, η Στέλλα παντρεύτηκε τον Σπυρίδωνα Πολυλά και η Μαρία τον Νικόλαο Ροδόσταμο.
Η καταγωγή του πατέρα του ήταν από την Ιουστινόπολη η οποία μετά την πτώση της Ρωμαίκής Αυτοκρατορίας μετονομάσθη σε Capo d’ Istria, από την περιοχή της σημερινής Κροατίας. Από εκεί, η οικογένεια ήρθε στην Κέρκυρα, τον ιδ΄ αιώνα περίπου, όπου ο Αντώνιος Καποδίστριας ο οποίος είχε τον τίτλο του Κόμη, ο τίτλος του κόμη του είχε απονεμηθεί απο τον τον Δούκα της Σαβοίας και κατόπιν απο την Ενετική Πολιτεία. Στην Κέρκυρα γνώρισε την σύζυγό του Αδαμαντία, όπου και η δική της οικογένεια ήταν γραμμένη στο libro d’ oro του νησιού. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, από μικρή ηλικία, έμαθε εκτός των άλλων λατινικά, γαλλικά, ιταλικά, πιάνο και ιππασία. Συνδέθηκε πνευματικά με τον ηγούμενο της Μονής της Πλατυτέρας π. Συμεών. Το 1792 κάνοντας ιππασία έπεσε από το άλογο το οποίο τον παρέσυρε για αρκετή απόσταση. Τη διάσωσή του ο Καποδίστριας την απέδωσε σε θαύμα της Παναγίας. Υπάρχει μάλιστα στη μονή της Πλατυτέρας ακόμη και σήμερα αναπαράσταση του γεγονότος φιλοτεχνημένο από λαικό ζωγράφο. Σε ηλικία 17 ετών πήγε στην Πάδοβα της Ιταλίας να συνεχίσει τις σπουδές του.
ΠΑΔΟΒΑ
Ο Καποδίστριας έρχεται για να σπουδάσει, σε ηλικία 17 ετών, στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας. Το πανεπιστήμιο της Πάδοβας ήταν το 17ο και 18ο αιώνα κέντρο της μόρφωσης των Ελλήνων από όλη την υπόδουλη Ελλάδα. Πολλοί Έλληνες φοιτητές μάλιστα διακρίθηκαν και ως καθηγητές του Πανεπιστημίου της. Οι Έλληνες φοιτητές είχαν οργανωθεί μάλιστα και σε όμιλο, όπου υποδεχόταν και βοηθούσαν τους νέους φοιτητές που έρχονταν στην Πάδοβα. Ο Καποδίστριας παρακολούθησε φιλοσοφία, νομικά και ιατρική. Σημειωτέον ότι την εποχή εκείνη οι φοιτητές μπορούσαν κατόπιν δύο χρόνων φοίτησης να ζητήσουν να εξεταστούν από ειδική επιτροπή καθηγητών του Πανεπιστημίου, και αν αποδεικνυόταν ότι είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους έπαιρναν το δίπλωμά τους. Ο Καποδίστριας ζήτησε και εξετάστηκε και επιτυχώς πήρε το πτυχίο του ως ιατρός στις 10 Ιουνίου του 1797 και επέστρεψε στην Κέρκυρα.
Στις 27 Απριλίου 1801 ο Καποδίστριας μαζί με τον Νικόλαο Σιγούρο έφτασαν στην Κεφαλονιά. Εκεί εκφώνησε τον πρώτο του πολιτικό λόγο ζητώντας τη βοήθεια όλων των κατοίκων ώστε να διατηρηθεί η αυτονομία της Ιονίου Πολιτείας. Έβλεπε ότι το νέο σύνταγμα δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του κόσμου, αλλά η ίδρυση της ανεξάρτητης Ιονίου Πολιτείας, παρ' όλες τις ελλείψεις της, έπρεπε πάση θυσία να διασφαλιστεί. Αν δινόταν η εντύπωση στους ξένους ότι οι Έλληνες δεν μπορούν να συνεργαστούν χωρίς την επιβολή των ξένων δυνάμεων, τα πράγματα θα ήταν δύσκολα για το μέλλον.
ΚΕΦΑΛΟΝΙΑ
Στην Κεφαλονιά συνάντησε κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας τον πρωτεργάτη της επανάστασης στο νησί, τον πλούσιο Κόμη Ευστάθιο Μεταξά και μετά από πολύωρη συζήτηση τον έπεισε να σταματήσει τις ταραχές. Ενώ ο Ευστάθιος Μεταξάς πείστηκε, τα αδέλφια του Ανδρέας και Καίσαρας ξεκίνησαν μία ανταρσία, την οποία αυτή τη φορά ο στρατός κατέστειλε και ο Ανδρέας Μεταξάς συνελήφθη. Ο πόλεμος όμως συνεχίστηκε και η αντιπαράθεση του Ληξουρίου με το Αργοστόλι κορυφώθηκε. Ο Καποδίστριας με επίμονες προσπάθειες κατάφερε να επαναφέρει την ηρεμία στο νησί και να γίνει αποδεκτό το νέο σύνταγμα. Από την πρώτη του δημόσια εμφάνιση έδειξε τα χαρίσματα του ως πολιτικός. Επέστρεψε στην Κέρκυρα.
ΛΕΥΚΑΔΑ 1807
Ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων προσπάθησε να καταλάβει την Λευκάδα (Αγία Μαύρα). Η Ιόνιος πολιτεία διόρισε τον Καποδίστρια στις 2 Ιουνίου 1807 ως έκτακτο στρατιωτικό διοικητή της Αγίας Μαύρας. Αποδεχόμενος την πρόταση δήλωσε: «Αἰσθάνομαι ὅτι αἱ δυνάμεις μου εἶναι ἀπεριορίστως κατώτεραι τῆς ὑπηρεσίας εἰς τὴν ὁποίαν ἐκλήθην.
Έφτασε στην Λευκάδα τον Ιούνιο του 1807. Πρώτο μέλημά του ήταν η οργάνωση της άμυνας από στερεά και θάλασσα. Η Λευκάδα χωριζόταν από την ηπειρωτική Ελλάδα από μία αβαθή τάφρο. Εύκολα θα μπορούσε να επιχωματωθεί και να καταληφθεί το νησί. Η τάφρος διανοίχτηκε και τοποθετήθηκαν τρία πυροβολοστάσια για την προάσπισή της. Κάλεσε όλο το λαό να βοηθήσει στο έργο αυτό και δεν δίστασε να εργαστεί και ο ίδιος ώστε να εμπνεύσει και να εμψυχώσει τους Λευκαδίτες. Περιγράφει ό ίδιος στην έκθεση του προς την Γερουσία: «Ἠ ἐναρξις τῆς ἐργασίας τὴν 7ην τρέχοντος μὲ εὗρεν εἰς τὴν ἐξοχὴν, εἰς τὰς ἀλυκάς. Μετὰ τὴν συγκέντρωσιν ἐξακοσίων ἐργατῶν ἐκ τῆς νήσου καὶ ἐκ τῆς πόλεως, ἄνευ τινὸς ἐξαιρέσεως, ὡμίλησα εἰς τοῦτο τὸ πλῆθος. Πάντες, πλήρεις τοῦ πλέον εὐγενοῦς ἐνθουσιασμοῦ, ἔλαβον ἀνὰ χεῖρας τὰ ἀγροτικὰ ἐργαλεῖα καὶ ἤλθον εἰς τὴν περιοχὴν τῆς ἐργασίας. Ἐγὼ ὁ ἴδιος, οἱ ἀναπληρωταί μου, πολλοὶ ἱερεῖς, ἤλθομεν, διὰ νὰ δείξωμεν τὸ παράδειγμα εἰς τοῦτο τὸ πλῆθος τοῦ κόσμου, πρῶτοι εἰργάσθημεν κύπτοντες ἐπὶ τῆς σκαπάνης καὶ τοῦ λίσγου.»
Αφού τελείωσε με την οργάνωση της άμυνας από την ξηρά οργάνωσε και την άμυνα από την θάλασσα. Μίσθωσε πλοία από Κεφαλονίτες πλοιάρχους φοβούμενος μία συνεργασία του Γαλλικού ναυτικού με τον Αλή πασά. Ο Αλή πασάς τελικά βλέποντας την οργανωμένη άμυνα και έχοντας την απειλή των ηπειρωτικών στρατιωτικών σωμάτων στα μετόπισθεν του στρατού του, αποχώρησε. Ο Καποδίστριας έδειξε έτσι ότι δεν ήταν μόνο διπλωμάτης και έξοχος πολιτικός αλλά διέθετε οργανωτικά και στρατιωτικά προσόντα.
Κάλεσε σε συνεργασία πολλούς οπλαρχηγούς, όπως τον Αντώνη Κατσαντώνη, τον Κίτσο Μπότσαρη, τον Λάμπρο Τζαβέλα, τον Γρίβα, τον Βαρνακιώτη, τον Μπουκουβάλα κ.ά. Λέγεται ότι εκεί γνώρισε για πρώτη φορά και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το μεγαλύτερον, το θαυμαστότερον, το ελληνικώτερον κατόρθωμα του αειμνήστου Καποδιστρίου υπήρξεν η εν Λευκάδι συγκέντρωσις όλων των ενδοξωτέρων καπετανάτων της Ρούμελης προς υπεράσπισιν της κινδυνευούσης Λευκάδος, και ο αδελφικός σύνδεσμος, όστις προέκυψεν εκ της συγκεντρώσεως ταύτης μεταξύ των σημαντικωτέρων οπλαρχηγών της δουλωμένης Ελλάδος. Οι κλέφται μεταμορφώθησαν εις κλεφτουριάν, δηλαδή απέβαλον την ιδέαν της ατομικής κεχωρισμένης κατά των εχθρών αντιδράσεως και συνησπίσθησαν και συνετάχθησαν υπό την αρχηγίαν του Κατζαντώνη εις στρατόν εθνικόν, εν και μόνον σύνθημα, άσπονδον κατά των τυράννων της πατρίδος πόλεμον, ένα και μόνον σκοπόν επιδιώκοντα, την απελευθέρωσιν της βασανιζομένης μητρός των».
Στο μεταξύ οι Ρώσοι ηττήθηκαν από τον Ναπολέοντα, σύναψαν ανακωχή μαζί του και υπέγραψαν τη συνθήκη του Τιλσίτ στις 8 Ιουλίου του 1807. Τα Επτάνησα παραχωρήθηκαν στη Γαλλία και η Επτάνησος Πολιτεία καταργείται. Ο Καποδίστριας επέστρεψε πικραμένος στην Κέρκυρα.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας διορίζεται ως Έκτακτος Επίτροπος της Κυβερνήσεως στη Λευκάδα
ΑΓΙΑ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ
Στις 29 Ιανουαρίου 1809 έφτασε στην Αγία Πετρούπολη όπου και έμεινε για δυο περίπου χρόνια. Οι χιονοπτώσεις, το δριμύ ψύχος, το άθλιο οδικό δίκτυο, τα υποτυπώδη μεταφορικά μέσα της εποχής έκαναν το ταξίδι χρονοβόρο και εξαντλητικό. Ο Καποδίστριας αφιέρωσε πολύ χρόνο στη μελέτη και την εκμάθηση της Ρωσικής γλώσσας. Η ζωή του ήταν πάρα πολύ λιτή και απέριττη. Η διασκέδασή του ήταν να γράφει επιστολές, να παίζει σκάκι, και να μελετά βιβλία. «Πολύ το κέρδος από τη μελέτη. Μεγάλη τύχη, γιατί έχω στη διάθεση μου πλούσιες και λαμπρές βιβλιοθήκες».
Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α, στις 20 Απριλίου 1809, τον διόρισε σύμβουλο της επικρατείας, μία θέση η οποία υπήγετο στο Υπουργείο Εξωτερικών, με ετήσιο μισθό 3.000 ρούβλια. Ο Καποδίστριας εκμεταλλεύτηκε τη θέση αυτή – στην οποία εργαζόταν ευσυνείδητα – για να υποβάλλει ένα υπόμνημα στον Τσάρο για την κατάσταση των Ελλήνων. Την απόφασή του, να υποβάλλει αυτό το υπόμνημα, την υπαγόρευσε το ιερό καθήκον που αισθανόταν σαν πολίτης που είχε συνδέσει τη ζωή του με τη μοίρα της πατρίδας του. Ήθελε να προσελκύσει τη συμπάθεια του Τσάρου για το Ελληνικό ζήτημα. Ταυτόχρονα, τον πίεζε να του αναθέσει μία υπηρεσία σε πρεσβεία Ευρωπαϊκής χώρας, αδιαφορώντας για το τι θέση θα είχε. Πίστευε ότι, στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπου θα βρισκόταν, θα είχε την δυνατότητα να εργαστεί πιο άμεσα για τη τύχη του Ελληνικού Έθνους. Ο Τσάρος επείσθη την 1η Αυγούστου 1811, τον μετέθεσε ως υπεράριθμο ακόλουθο στην Ρωσική Πρεσβεία της Βιέννης. Θέση κατώτερη των προσόντων του, αλλά πολύτιμη για τον ίδιο.
ΒΙΕΝΝΗ
Τον Σεπτέμβριο του 1811 έφθασε από την Πετρούπολη στην ρωσική πρεσβεία της Βιέννης. Εκεί η υποδοχή που του έγινε ήταν ψυχρή, αλλά γρήγορα ο Πρεσβευτής της Ρωσίας στη Βιέννη, κόμης Στάκελμπεργκ, άλλαξε γνώμη όταν διάβασε τα πρώτα του υπομνήματα. Εντυπωσιασμένος από αυτά, του ανέθεσε πλήθος εργασιών τις οποίες μάλιστα τις έστελνε απευθείας στον Τσάρο. Η δράση του ήταν τόσο εμφανής ώστε τράβηξε την προσοχή του Μέτερνιχ. Έδωσε εντολή, στις 11 Οκτωβρίου 1811, στον αρχηγό της αστυνομίας Χάγκερ, να παρακολουθεί όλες τις κινήσεις και τις επαφές του. Η αναφορά του Χάγκερ δεν άργησε να έρθει και, στις 14 Νοεμβρίου, ενημέρωσε γραπτώς τον Μέτερνιχ: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Καποδίστριας προορίζεται εκτός του κυρίου ρόλου του να προσηλυτίσει και να οργανώσει κατά το πνεύμα της ρωσικής πολιτικής τους εν Βιέννη Έλληνες. Τούτο συνάγεται και από τις έρευνές μας, σύμφωνα με τις οποίες αυτός συνδέεται με κάποιους πλούσιους ελληνικούς εμπορικούς οίκους με διακλαδώσεις, μέσω των οποίων είναι σε θέση ο Καποδίστριας όχι μόνο να ασκήσει επιρροή επί άλλων, αλλά και να συγκεντρώσει μέσω αυτών πληροφορίες πολιτικής φύσεως από πολλές περιοχές».
Στην Βιέννη εύρισκε χρόνο να συναντηθεί με αρκετούς Έλληνες, καθώς και με τον εφημέριο της ελληνικής εκκλησίας, τον Αρχιμανδρίτη Άνθιμο Γαζή, εκδότη του πρώτου ελληνικού εντύπου “Λόγιος Ερμής”.
Λόγω των επιτυχών υπομνημάτων, που είχε υποβάλλει στον Τσάρο, διορίστηκε διευθυντής του διπλωματικού γραφείου του Ναυάρχου Τσιτσαγκώφ, αρχηγού της Ρωσικής στρατιάς στον Δούναβη και απεστάλη στο Βουκουρέστι.
ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙ
Ο Καποδίστριας έφτασε στις 20 Μαΐου 1812 στο Βουκουρέστι. Ως διευθυντής του διπλωματικού γραφείου της Ρωσικής στρατιάς, εργάστηκε σκληρά και ασχολήθηκε με την τήρηση της συνθήκης που υπέγραψαν οι Ρώσοι και οι Τούρκοι στο Βουκουρέστι τον Μάιο του 1812. Οργάνωσε τμήματα των Σέρβων, ώστε να αντισταθούν στον Τουρκικό ζυγό. Δημιούργησε ένα αμφίδρομο δίκτυο συλλογής και αποστολής πληροφοριών από Έλληνες, Βλάχους, Mολδαβούς σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία. Στο δίκτυο αυτό ενσωμάτωσε Έλληνες εμπόρους, κληρικούς, δασκάλους και άλλους. Ο Τσάρος, ευχαριστημένος από τις υπηρεσίες του, στις 8 Νοεμβρίου 1812, του απένεμε το παράσημο του Αγίου Βλαδίμηρου Γ’ Τάξεως και τον προήγαγε σε κρατικό ανώτατο σύμβουλο.
Η Τουρκία παραβίασε την συνθήκη του Βουκουρεστίου και εκτέλεσε Σέρβους επαναστάτες. Ο Καποδίστριας κατήγγειλε την παραβίαση γράφοντας υπόμνημα προς τον Τσάρο. Ο Τσάρος εντυπωσιάστηκε από την δραστηριότητά του και τον παρασημοφόρησε με το παράσημο της Αγ. Άννης Α’ τάξεως και ζήτησε να τον συναντήσει προσωπικά.
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Ναπολέοντα είχε αρχίσει. Η ήττα στη Λειψία και οι μεγάλες απώλειες προκάλεσαν την κατάρρευση της Γαλλικής αυτοκρατορίας. Ο Τσάρος θέλοντας να προλάβει τις εξελίξεις στη γαλλοκρατούμενη Ελβετία, ανέθεσε στον Καποδίστρια να την σώσει: «Οι αρχές σας και τα αισθήματα σας μου είναι γνωστά. Αγαπάτε τις δημοκρατίες, κι εγώ επίσης τις αγαπώ. Πρόκειται τώρα να σώσουμε μια απ΄αυτές, που την υποδούλωσε ο γαλλικός δεσποτισμός...πρόκειται για την Ελβετία».
ΖΥΡΙΧΗ 1814
Ο Καποδίστριας έφτασε στη Ζυρίχη, κατόπιν εντολής του Τσάρου, για να διευθετήσει το ζήτημα της Ελβετίας. Η διευθέτηση του Ελβετικού ζητήματος ήταν πολύπλοκη. Η ενοποίηση της Ελβετίας και η δημιουργία κεντρικής κυβερνήσεως ήταν ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα της Ευρώπης, επειδή η Ελβετία ήταν, από εκείνη την εποχή, διηρημένη σε Καντόνια. Τα πλούσια Καντόνια με τις αριστοκρατικές διοικήσεις – η Βέρνη, η Γενεύη, η Λωζάννη, η Ζυρίχη – δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να ενωθούν με τα νότια Καντόνια, τα ιταλόφωνα, των οποίων ο πληθυσμός, στο μεγαλύτερο ποσοστό, ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι.
Ο Καποδίστριας με μία σειρά διπλωματικών ενεργειών και διαβουλεύσεων πέτυχε να εξομαλυνθούν τα αντιμαχόμενα συμφέροντα των πλούσιων Καντονιών και των φτωχών και να συνδιαλλαγούν οι αριστοκράτες με τους δημοκρατικούς, ώστε να συγκροτηθεί μια γενική Συνέλευση, η οποία επρόκειτο να θέσει τα όρια και τα δικαιώματα ισοπολιτείας κάθε καντονιού. Κατάφερε, τέλος, να ενοποιηθούν και να οργανωθούν τα καντόνια της Ελβετίας και να αρχίσουν οι συζητήσεις για την αναθεώρηση του Ελβετικού Συντάγματος, με τη συμμετοχή όλων των Καντονιών.
Υπήρξε ο συντάκτης του πρώτου Συντάγματος της Ελβετίας, το οποίο ήταν ένα πρότυπο Σύνταγμα Ομοσπονδιακής οργανώσεως.
Η Ελβετία, χάρις τον Καποδίστρια, πέτυχε να κατοχυρώσει την ουδετερότητα, την ανεξαρτησία και το απαραβίαστο των συνόρων της, με αποφάσεις που ελήφθησαν στα συνέδρια της Βιέννης και των Παρισίων (αποφάσεις που ισχύουν μέχρι σήμερα).
Η επιτυχία του Καποδίστρια ήταν τόσο εμφανής, ώστε οι ίδιοι οι Ελβετοί, αναγνωρίζοντας έμπρακτα την προσφορά του Κερκυραίου διπλωμάτη προς το έθνος τους, τον ανακήρυξαν επίτιμο πολίτη και του έστησαν ανδριάντες στην πόλη της Λωζάννης και στα καντόνια του Βω και της Γενεύης.
Ο αρχηγός της Ελβετικής αντιπροσωπείας στο συνέδριο των Παρισίων γράφει: «Τί δυνάμεθα να πράξομεν δι’ αυτόν τον εξαίρετον Καποδίστριαν ... Είναι ο Φοίνιξ της διπλωματίας. Χωρίς αυτόν το Συνέδριον της Βιέννης και τα άλλα θα ήσαν διαφορετικά... Έχω την πεποίθησιν, ότι χωρίς αυτόν η Ελβετία θα είχεν εξ ολοκλήρου ανατραπή ... Αν περάση ποτέ από την Γενεύην κτυπήσατε όλους τους κώδωνας των εκκλησιών και χαιρετίσατε την άφιξίν του δια του κεραυνού του πυροβολικού μας». Οι δύο βουλευτές της Γενεύης, ο Charles Pictet de Roshemont και ο Francois d’ Ivernois, θα γράψουν αντίστοιχα: «Από όλους όσους ενδιαφέρθηκαν για την επιτυχία των προβλημάτων μας, ουδείς το έπραξε με περισσότερη υπευθυνότητα, εύνοια για την πόλη μας, ευφυϊα και αποτελεσματικότητα από τον κόμη Καποδίστρια ...», «Ο Κόμης Καποδίστριας επέδειξε για την υποστήριξη των συμφερόντων της Γενεύης πραγματικό εγκάρδιο ενδιαφέρον ... έπρεπε να είναι κανείς αυτόπτης μάρτυς για να το πιστέψει! ...»
Είναι αλήθεια ότι ο Καποδίστριας βρήκε κοινά με τους Ελβετούς όπως ο ίδιος έγραψε στην Ρωξάνδρα Στούρτζα «Οι Ελβετοί με βρίσκουν κάπως συγγενικό στον τρόπο που σκέφτονται και έναν καλό δημοκράτη. Το ξέρετε ότι μπορώ να υποδυθώ το ρόλο του δημοκράτη με μεγαλύτερη ευκολία, είναι ο πραγματικός μου ρόλος.»
Ο Ναπολέων συντρίβεται και τα συμμαχικά στρατεύματα έφτασαν στο Παρίσι στις 31 Μαρτίου 1814. Ο Καποδίστριας ήλπισε στην απελευθέρωση των Επτανήσων μετά την αποχώρηση των Γάλλων. Δυστυχώς όμως στο συνέδριο του Παρισιού αποφασίστηκε η παραχώρηση των Επτανήσων στους Άγγλους. Ο Καποδίστριας απευθύνθηκε στον Τσάρο και του ανέπτυξε με επιχειρήματα την μεγάλη αδικία που έγινε. Παρόλες τις διαβεβαιώσεις του Τσάρου, ότι οι αποφάσεις δεν ήταν οριστικές, ο Καποδίστριας γνώριζε ότι κανείς δεν θα έκανε πόλεμο με τους Άγγλους για να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν τα Επτάνησα. Ο Τσάρος τον παρασημοφόρησε με το παράσημο του Αγίου Βλαδίμηρου Β’ Τάξης και τον τοποθέτησε ως επίσημο μέλος της Ρωσικής αντιπροσωπείας στο συνέδριο της Βιέννης.
ΠΑΡΙΣΙ 1815
Μετά το συνέδριο της Βιέννης έρχεται στο Παρίσι. Με πολλή προσωπική εργασία και μεγάλο κόπο επέτυχε να καταψηφιστούν οι προτάσεις Αυστρίας και Αγγλίας για το διαμελισμό της Γαλλίας. Ακόμη επέτυχε να μην αποσπασθούν Γαλλικά εδάφη και να δοθούν στους συμμάχους, όπως επίσης συνέβαλε στην ισχυροποίηση της πολιτικής υποστάσεως της χώρας, με το να βοηθήσει τον Βασιλιά της Λουδοβίκο ΙΗ’ να παραμείνει αρχηγός του κράτους.Την παραμονή της αναχώρησής του από το Παρίσι ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος τον κάλεσε στο γραφείο του. «Ήτο η ενάτη ώρα της εσπέρας. Ο Αυτοκράτωρ μοι εξέφρασε την ευχαρίστησιν και ικανοποίησιν του εκ της επιτυχίας μεθ’ ης εξεπλήρουν τας διαταγάς του. Μοι εδήλωσεν οτι αποφάσιζε να με κρατήσει εις το εξής πλησίον του, ότι θα με διώριζεν υπουργόν του επί των εξωτερικών υποθέσεων και ότι εν τη ιδιότητι ταύτη... ώφειλον να απέλθω εις την Πετρούπολιν, ίνα διοργανώσω εκεί την υπηρεσίαν του υπουργείου τούτου...»
ΛΟΝΔΙΝΟ
Στο Λονδίνο έφθασε τον Αύγουστο του 1819. Τον παρέπεμψαν στον υπουργό των Αποικιών στον φιλότουρκο λόρδο Bathurst (Τα Επτάνησα εθεωρούντο αποικίες από τους Άγγλους) για να εκθέσει τις απόψεις του. Ανέλυσε την κατάσταση στα Επτάνησα και ζήτησε να γίνει σεβαστή η συνθήκη του Παρισιού. Ο υπουργός δεν φάνηκε να έδωσε και μεγάλη σημασία και ο Καποδίστριας έφυγε λέγοντας «ο Μέτλαντ μεταχειρίζεται τους συμπατριώτες μου ως Ινδούς. Αλλ’ ούτοι θα αντιδράσουν και θα έχετε λίαν σοβαράς δυσχέρειας εις ην στιγμήν δεν θα το περιμένετε». Αλλά και το υπόμνημα που του απέστειλε ο Καποδίστριας ενώ ήταν στο ταξίδι της επιστροφής του, δεν είχε διαφορετική τύχη. Η απάντηση του Bathurst ήταν υποτιμητική και επιθετική.
Έφυγε από την Αγγλία με το Ρωσικό πλοίο του πολεμικού ναυτικού «Έκτορα» για την Αγία Πετρούπολη. Έφθασε τον Οκτώβριο του 1819 μετά από στάσεις στη Δανία και τη Βαρσοβία.
ΑΑΧΕΝ 1818
Στην πόλη Aix la Chapelle (σημ. Άαχεν), τον Οκτώβριο του 1818, οργανώθηκε συνέδριο των Μ. Δυνάμεων για να συζητήσουν το θέμα των «μικρότερων κρατών», όπως τα αποκαλούσαν. Ο Καποδίστριας υποστήριξε ότι η Ευρώπη έπρεπε να προστατευθεί από τη χρήση βίας και τις επεκτατικές πολιτικές των Μεγάλων Δυνάμεων. Και, για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να δημιουργηθεί μια διευρυμένη συμμαχία, η οποία θα ήταν συνυπεύθυνη για την εξωτερική και εσωτερική ειρήνη όλων των κρατών της Ευρώπης. Δηλαδή, στην τετραπλή συμμαχία Ρωσίας-Αγγλίας-Αυστρίας-Πρωσίας θα έπρεπε να προστεθούν και τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά Κράτη. Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια δημιουργίας ενός Οργανισμού, μιας Κοινωνίας των Εθνών, μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επίσης, ο Ιωάννης Καποδίστριας πρότεινε την θέσπιση συνταγματικών θεσμών και την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπεστήριξε ότι, τα συντάγματα, εμποδίζουν την εξάπλωση των επαναστάσεων: «Ακριβώς αυτή η συνταγματικότητα ... η σοφή, ειλικρινής και εθελουσία, αποτελεί το μοναδικό όπλο να πολεμήσεις τον εχθρό σου από δεξιά και αριστερά» γράφει και αλλού: «Τα συντάγματα θα παρείχαν στους λαούς δυνατότητες πολιτικής σταθερότητας, γιατί, ενώ θα περιόριζαν το δεσποτισμό, θα καθόριζαν τα νόμιμα κοινωνικά δικαιώματα των ανθρώπων και έτσι θα προλάβαιναν την προσφυγή στην επανάσταση».
Υπεστήριξε την δημιουργία εθνικών κρατών με συνταγματικές Κυβερνήσεις. Όπως έγραφε: «οι λαοί πολεμούσαν για ανεξαρτησία θεμελιωμένη σε νόμους και θεσμούς και όχι σε παθητική υποταγή». Και πάλι: «Οι κυβερνήσεις έπρεπε να θεμελιώνουν το έργο τους επάνω στους νόμους και να αγρυπνούν και να πολεμούν για τον περιορισμό της αυθαίρετης εξουσίας. Ο διαφωτισμός και ο πολιτισμός προϋποθέτουν τη θεμελίωση του κυβερνητικού καθεστώτος επάνω στη διατήρηση των ηθών και των εθίμων των λαών και τη δύναμη του νόμου».
Η έννοια του συντάγματος ήταν μια από τις πιο σημαντικές ιδέες στο πολιτικό σύστημα του Καποδίστρια.
Ακόμα πάλεψε για την εξάλειψη της πειρατείας, την δημόσια καταδίκη της αρχής των επεμβάσεων σε ξένες υποθέσεις και την βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση των αποικιών.
Η Αυστρία και η Αγγλία πολέμησαν με πείσμα αυτές του τις θέσεις.
Ο Καποδίστριας αγωνίστηκε για τις θέσεις του με υπομνήματα, αποφάσεις, συνεχείς διαβουλεύσεις με όλους τους διπλωμάτες των Μεγάλων Δυνάμεων. Πίστευε ακράδαντα ότι η κοινή πολιτική των λαών της Ευρώπης θα βοηθούσε όλους στην επίλυση των κοινωνικών τους προβλημάτων. Δεν θα χρειαζόταν οι λαοί να εξεγερθούν για να ζητήσουν τα δικαιώματα τους. Ο σύγχρονος κόσμος υλοποίησε πολύ αργότερα τις προτάσεις του Καποδίστρια. Για να τις κατανοήσει χρειάστηκε να υπάρξουν δυο παγκόσμιοι πόλεμοι.
Στο Άαχεν συζητήθηκε και το ζήτημα της Γαλλίας, το Σεπτέμβριο του 1818. Ο Καποδίστριας πρότεινε - και πέτυχε – το να μειωθεί κατά εξακόσια και πλέον εκατομμύρια φράγκα η πολεμική αποζημίωση που βάρυνε τη Γαλλία και να ενταχθεί και πάλι ως ισότιμο μέλος στην Τετραπλή Συμμαχία.
Ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΗ’ θέλοντας να του δείξει την ευγνωμοσύνη του, του πρόσφερε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ο Καποδίστριας το αρνήθηκε και ζήτησε αντί αυτού να διατεθεί από ένα αντίτυπο όσων βιβλίων υπήρχαν εις διπλούν στη βιβλιοθήκη των Παρισίων, για τις βιβλιοθήκες της Ελλάδος.
Ο Υπουργός των Εξωτερικών της Γαλλίας δούκας De Richelieu, σε επιστολή του προς τον Τσάρο Αλέξανδρο, έγραφε: «Έπειτα από μακρές και θλιβερές συζητήσεις υπογράψαμε τη συμφωνία για τη μείωση των πολεμικών αποζημιώσεων εκ μέρους της Γαλλίας προς τις νικήτριες Δυνάμεις. Ο πληρεξούσιος της Υμετέρας Μεγαλειότητος, ο κόμης Καποδίστριας, υπήρξε ανυπολόγιστα πολύτιμος για μας και του οφείλουμε εξ ολοκλήρου τον επιτευχθέντα μετριασμόν. Είμαι βέβαιος ότι ο κόμης Καποδίστριας στις προσπάθειές του υπερέβη κατά πολύ τις οδηγίες που είχε λάβει από την Υμετέρα Μεγαλειότητα. Σας παρακαλώ να μη δυσαρεστηθείτε απέναντί του ...».
Ο Γάλλος διπλωμάτης κόμης Molet έγραφε: «Εάν η Γαλλία είναι ακόμη Γαλλία, το οφείλει κυριολεκτικά σε δύο ανθρώπους, που τα ονόματά τους δεν πρέπει ποτέ να τα ξεχάσει: Στον Τσάρο Αλέξανδρο και, κυρίως, στον υπουργό του των Εξωτερικών Καποδίστριαν...».
Στο ίδιο συνέδριο, ο Ιωάννης Καποδίστριας πήρε την πρωτοβουλία να επιστήσει την προσοχή – και να κερδίσει την συμπάθεια – των συνέδρων στο εμπόριο των Μαύρων, το οποίο ήταν αντίθετο με τους ανθρωπιστικούς νόμους και κρατούσα ηθική. Για την αντιμετώπιση του θέματος πρότεινε να δημιουργηθεί ένας ειδικός οργανισμός που θα είχε την επωνυμία «L’ Institution Africaine». Ο οργανισμός αυτός θα διευθυνόταν από δικό του ανώτατο συμβούλιο και θα διέθετε δικαστική εξουσία και δική του στρατιωτική δύναμη.
Δυστυχώς το υπόμνημά του δεν εισακούστηκε γιατί τα κράτη της Ευρώπης, και ιδιαιτέρως η Αγγλία, δεν ήθελαν να χάσουν τα οικονομικά οφέλη που είχαν από την εκμετάλλευση των Μαύρων.
Έπρεπε να περάσουν 67 χρόνια, για να συμφωνήσουν όλοι στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο του Βερολίνου (1884-1885) ότι πιό αποτελεσματική λύση για την καταπολέμηση του δουλεμπορίου θα ήταν η ίδρυση της «Association Internationale Africaine», με βασική δομή αυτήν που είχε προτείνει ο Καποδίστριας.
Η ακτινοβολία του Καποδίστρια είχε ξεπεράσει πλέον τα όρια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η εκτίμηση στο πρόσωπό του ήταν γενική. Οι βραβεύσεις για τις ιδέες και τα υπομνήματά του πάμπολλα. Μόνο στο συνέδριο του Άαχεν, ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ του απένειμε το παράσημο του Αγίου Βλαδίμηρου Α’ τάξης, ο βασιλιάς της Πρωσίας το παράσημο του Μέλανος Αετού, ο αυτοκράτορας της Αυστρίας το παράσημο του Αγίου Στεφάνου της Ουγγαρίας, η Γαλλία τον Μεγαλόσταυρο της Λεγεώνας της τιμής, το βασίλειο της Βυρτεμβέργης το παράσημο της Πίστεως και η Πολωνία του Λευκού Αετού.
Αναχώρηση για την Κέρκυρα.
ΤΡΟΠΑΟΥ-ΛΑΥΜΠΑΧ
Τον Οκτώβριο του 1820 συνήλθαν στο Τροπάου οι Μεγάλες Δυνάμεις. Το φλέγον ζήτημα ήταν η επανάσταση στη Νεάπολη που είχε ξεσπάσει στην Ιταλία. Ο Μέτερνιχ επιζητούσε την άμεση καταστολή της και ο Καποδίστριας πάλευε να τον αντικρούσει. Καμία απόφαση τελικά δεν ελήφθη και το συνέδριο επαναλαμβάνεται μετά από λίγους μήνες στο Λάυμπαχ, σημερινή Λιουμπλιάνα, από τις 12 Ιανουαρίου 1821 έως τον Μάιο του 1821. Η Αυστρία τελικά επέτυχε το σκοπό της και έστειλε στρατεύματα να καταπνίξουν την επανάσταση, αφού το συνέδριο απεφάσισε την καταστολή της. Την ίδια τύχη είχε και η επανάσταση στο Πεδεμόντιο. Όσο ακόμη κρατούσαν οι εργασίες του συνεδρίου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ξεκίνησε την Ελληνική επανάσταση στις 24 Φεβρουαρίου 1821 από το Ιάσιο, που ήταν τότε Ρωσικό έδαφος. Η χρονική στιγμή ήταν ίσως η χειρότερη που θα μπορούσε. Όταν οι μεγάλες δυνάμεις συνεδρίαζαν για το πώς θα καταπνίξουν τις εξεγέρσεις, η Ελληνική Επανάσταση ξεκινούσε. Στην προκήρυξή του ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ο οποίος ήταν αξιωματικός του Ρωσικού στρατού, έκανε μνεία και στη Ρωσική βοήθεια. Όλες οι υποψίες των συνέδρων έπεσαν στον Τσάρο. Ο Καποδίστριας συντάσσει επιστολή αποκηρύσσοντας το κίνημα του Υψηλάντη, ώστε να καθησυχάσει τους συμμάχους, αλλά και να πείσει τους Τούρκους ότι το κίνημα του Υψηλάντη ήταν κάτι μεμονωμένο και η Ρωσία δεν βρισκόταν από πίσω. Η Επανάσταση μεταδίδεται και στην Πελοπόννησο. Ο Μέτερνιχ κατέθεσε πρόταση για την καταστολή όλων των επαναστάσεων στην Ελλάδα, τον Μάιο του 1821. Ο ίδιος θριαμβολογώντας έγραφε: «Μέσα σε έξι εβδομάδες τελειώσαμε δύο πολέμους και καταπνίξαμε δύο επαναστάσεις. Ας ελπίσουμε ότι και η τρίτη, αυτή που ξέσπασε στην Ανατολή, δεν θα έχει καλύτερη τύχη».
Η Ελληνική Επανάσταση ήταν χαμένη. Τα στρατεύματα των συμμάχων είχαν εντολή να καταπνίξουν κάθε εστία εξέγερσης. Ο Καποδίστριας καθησύχασε τους συμμάχους και κατόρθωσε στη διακήρυξη των συνέδρων (12 Μαΐου 1821) στην οποία καταδικάζονταν όλα τα επαναστατικά κινήματα, να μην συμπεριληφθεί η Ελληνική Επανάσταση.
Ήταν μία από τις δυσκολότερες - και ίσως η μεγαλύτερη – διπλωματικές επιτυχίες του Καποδίστρια. Ήταν μία από τις μεγαλύτερες προσφορές του στο Ελληνικό Έθνος, αν μάλιστα σκεφτούμε τις δυσμενείς συνθήκες και το ανθελληνικό πνεύμα που επικρατούσε ανάμεσα στους συνέδρους. Ο Καποδίστριας με τους διπλωματικούς του χειρισμούς έσωσε την Ελληνική Επανάσταση εν τη γενέσει της.
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του Λάυμπαχ έλαβε γράμμα με την αναγγελία του θανάτου του πατέρα του.
Μετά την ολοκλήρωση του συνεδρίου επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη.
ΓΕΝΕΥΗ
Έφυγε από την Πετρούπολη στις 19 Αυγούστου 1822 έχοντας λάβει άδεια αορίστου χρόνου από τον Τσάρο, διατηρώντας ακόμη την επιθυμία να αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία. Πέρασε από την Φρανκφούρτη, από την λουτρόπολη Εμς και, τέλος, έφθασε στην Γενεύη.
Στη Γενεύη, αντί να εγκατασταθεί σε κάποιο μέγαρο αντάξιο της θέσης και του τίτλου του – σημειωτέον ότι ήταν και επίτιμος πολίτης της Γενεύης - προτίμησε να νοικιάσει δύο δωμάτια στην οδό Δημαρχείου 10. Ξόδευε 30 φράγκα για το ενοίκιο και περίπου 200 φράγκα το μήνα για αυτόν και τον υπηρέτη του, παρόλο που ο μισθός του ήταν 60000 φράγκα το μήνα. Όλα τα υπόλοιπα χρήματα τα επένδυσε ώστε να μπορεί να βοηθάει τους Έλληνες στον αγώνα τους.
Αυτός που είχε ζήσει στα παλάτια του Τσάρου, αυτός που ως Υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου είχε επηρεάσει ουσιαστικά την εξέλιξη της Ευρώπης, ζούσε φτωχικά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της λιτής του ζωής αποτέλεσε το περιστατικό που αναφέρει η βαρόνη Charlotte de Sor, το οποίο συνέβη όταν ο Καποδίστριας ήταν στη Γενεύη: «Μιά ημέρα, στη διάρκεια μιάς εγκάρδιας συνομιλίας, μου είπε με εκείνη την αξιολάτρευτη απλότητα που τον διέκρινε: 'Εκπλήττεσθε γιατί έχω διαλέξει αυτά τα δύο πενιχρά δωμάτια στο σπίτι της κυρίας Lamotte ... Μα ο λόγος είναι ότι μου στοιχίζουν μονάχα 30 φράγκα το μήνα και ασφαλώς δεν ξέρετε ότι για τη συντήρηση και των δύο μας (και του υπηρέτη του) δεν πρέπει να ξεπεράσουμε το ποσόν των 6 φράγκων την ημέρα.' Χονδρά δάκρυα ύγραναν τα μάτια μου και του έσφιξα το χέρι με συγκίνηση: 'Είσθε αξιοθαύμαστος', του είπα βαθιά συγκλονισμένη. 'Μα όχι, κυρία μου, απλώς είμαι συνεπής προς τον εαυτό μου! Αυτό είναι όλο. Όταν όλα τα διαβήματα και οι ενέργειές μου, όλες οι γραπτές μου εκκλήσεις ζητούν από τις γενναιόδωρες ψυχές ψωμί και ενδύματα για τους συμπατριώτες μου, όταν, αφού χτύπησα τις πόρτες των παλατιών των πλουσίων, χτύπησα μετά και τις πόρτες των καλυβών των φτωχών, για να συλλέξω τον οβολό του φτωχού, πρέπει να ημπορώ να τους λέω με παρρησία: Έδωσα τα πάντα πριν ζητήσω και τη δική σας βοήθεια για τους αδελφούς μου'. Και πραγματικά είχε δώσει τα πάντα. Είχε γενναιόδωρα δαπανήσει όλη την αξιόλογη περιουσία του για να υπερασπιστεί την πατρίδα του και δεν κράτησε για τον εαυτό του παρά τα απολύτως αναγκαία για την επιβίωσή του».
Στη Γενεύη γνωρίστηκε με τον Ιωάννη-Γαβριήλ Εϋνάρδο και τη γυναίκα του Άννα. Ο Εϋνάρδος ήταν πλούσιος τραπεζίτης και στάθηκε πολύτιμος σύμβουλος και φίλος όχι μόνο για τον Καποδίστρια αλλά και για όλο το Ελληνικό έθνος. Η συμπαράστασή του στον αγώνα των Ελλήνων ήταν τεράστια.
Για σχεδόν δύο χρόνια που έμεινε στην Γενεύη συγκέντρωσε πληροφορίες για τον αγώνα των Ελλήνων, φρόντισε τα ορφανά της Ελλάδος που κατέκλυσαν την Ευρώπη, στρατολόγησε φιλέλληνες, έστειλε πολεμοφόδια και τρόφιμα, έγραψε οδηγίες στους αγωνιζόμενους έλληνες.
Ίδρυσε φιλελληνικές επιτροπές και σχολεία σε όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις.
Την 1η Δεκεμβρίου 1825 ο Τσάρος Αλέξανδρος Α’ πέθανε. Ο νέος Τσάρος Νικόλαος ο Α’ σκλήρυνε τη στάση του έναντι της Τουρκίας με το τελεσίγραφο που απέστειλε στην Πύλη, ζητώντας την επαναφορά του καθεστώτος που ίσχυε έως το 1821 στις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Το 1826 ταξίδεψε στο Παρίσι.
ΑΓΚΟΝΑ
Στις 8 Νοεμβρίου 1827 έφθασε στην Αγκόνα. Το διάστημα που έμεινε στην Αγκόνα φρόντισε να ενημερωθεί για τον αριθμό, τη κατάσταση, το επάγγελμα των Ελλήνων σε όλες τις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Κατόπιν αδικαιολόγητης και πολυήμερης καθυστέρησης, η Αγγλική κορβέτα Γούλφ έφθασε στην Αγκόνα στις 15 Δεκεμβρίου 1827. Χρησιμοποιήθηκε η κορβέτα Γούλφ γιατί το μόνο διαθέσιμο πολεμικό πλοίο Γουόρσπαϊτ δεν μπορούσε να αγκυροβολήσει στο λιμάνι της Αγκόνα. Τελικά την 1η Ιανουαρίου 1828 ο Καποδίστριας με την συνοδεία του, απέπλευσε από το λιμάνι της Αγκόνα. Τη συνοδεία του την αποτελούσαν ο Ιωάννης Δόμπολης, ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, ο Σταμάτης Βούλγαρης ταγματάρχης του Γαλλικού στρατού πολεοδόμος και μηχανικός, οι γραμματείς του Αμί Μπετάντ και Μπίτζο, ο Νικόλαος Μαυρομάτης, ο υπηρέτης του Μπρούνο και ο θαλαμηπόλος του Φρειδερίκος. Μεσοπέλαγα συνάντησαν το Γουόρσπαϊτ όπου και επιβιβάστηκαν. Η επιθυμία του Καποδίστρια, να προσκυνήσει τους τάφους των γονιών στην Κέρκυρα πριν αναλάβει την διακυβέρνηση της Ελλάδας, δεν εισακούστηκε. Το πλοίο με εντολή του Άγγλου ναυάρχου Κόδριγκτον κατευθύνθηκε στη Μάλτα. Εκεί ο Άγγλος ναύαρχος και ο Καποδίστριας είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν. Ο Άγγλος ναύαρχος εντυπωσιάστηκε από την προσωπικότητα του Καποδίστρια σε σημείο μάλιστα που μεσολάβησε για να γίνει δεκτό το αίτημά του για οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα. Στις 2 Ιανουαρίου το Γουόρσπαϊτ έβαλε πλώρη για την Ελλάδα με τη συνοδεία ενός Ρωσικού πλοίου την «Ελένη» και ενός Γαλλικού πλοίου την «Ηρα».
ΝΑΥΠΛΙΟ
Την Παρασκευή στις 6 Ιανουαρίου 1828 ο Καποδίστριας έφθασε στο Ναύπλιο. Λόγω της θαλασσοταραχής που επικρατούσε δεν μπόρεσε να προσεγγίσει την Αίγινα που ήταν ο αρχικός προορισμός.
ΑΙΓΙΝΑ
Στις 11 Ιανουάριου 1828 το Γουόρσπαϊτ κατέπλευσε στην Αίγινα. Ο Κυβερνήτης έφθασε στην Μητρόπολη ,η οποία είναι αφιερωμένη στη Κοίμηση της Παναγίας, όπου και θα ψαλλόταν η επίσημη δοξολογία. Η αντικυβερνητική επιτροπή τον οδήγησε σε υπερυψωμένο θρόνο που είχαν φτιάξει ειδικά γι’ αυτόν. Αρνήθηκε και «έμεινεν εις το έδαφος όρθιος και ασκεπής». Η ευσέβεια και η κατάνυξη με την οποία παρακολούθησε τη Λειτουργία εντυπωσίασε τον κόσμο. Περίμεναν να δουν έναν άνθρωπο υπερόπτη και αριστοκράτη και αντίκρισαν έναν σεμνό και ασκητικό κυβερνήτη.
Τον Οκτώβριο του 1828 η πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο και ο Κυβερνήτης εγκαταστάθηκε εκεί.